- σημερινός
- -ή, -ό / σημερινός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και σημερνός, -ή, -ό, Ναυτός που υπάρχει ή γίνεται σήμερα (α. «η σημερινή βροχή» β. «η σημερινή απόφαση» γ. «οι σημερινές εφημερίδες»)νεοελλ.τωρινός, σύγχρονος (α. «τα σημερινά προβλήματαβ. «τα σημερινά σχολεία»).[ΕΤΥΜΟΛ. < σήμερ-ον + κατάλ. -ινός (πρβλ. παντοτ-ινός)].
Dictionary of Greek. 2013.